- ψιψιρίζω
- -ισα, εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή, λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιψιρίζω — Ν εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχο ψι ψι (ονοματοποιία), κατά το μουρμουρίζω] … Dictionary of Greek
ψιψίρισμα — το, Ν [ψιψιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιψιρίζω … Dictionary of Greek
ψιψίρης — ο, Ν μτφ. λεπτολόγος, σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ψιψιρίζω] … Dictionary of Greek
ψιψιριάρης — ο, Ν ψιψίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιψιρίζω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σπυρ ιάρης)] … Dictionary of Greek